Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης
(Φωτό:Κεντρική Τράπεζα της Οικονομίας)
Ο Αμερικανός κωμικός Ντάνι Κέι(Danny Kaye) είχε πει κάποτε, «οι οικονομολόγοι είναι οι μοναδικοί επιστήμονες στη γη, που κάθε χρόνο και για την ίδια... ερώτηση, έχουν μια διαφορετική απάντηση, η οποία όμως είναι σωστή»!!!!!
Μπορεί τα λόγια αυτά του διάσημου κωμικού να φαίνονται, για κάποιους αστεία και για κάποιους άλλους παράλογα, δεν είναι όμως ούτε το ένα ούτε το άλλο. Οποιος έχει παρακολουθήσει με προσοχή συζητήσεις, όχι απλών οικονομολόγων, αλλά καθηγητών πανεπιστημίων, ακόμη και βραβευμένων με το Νόμπελ οικονομίας, θα διαπιστώσει, ότι τα λόγια αυτά δεν είναι διόλου αστεία, ούτε παράλογα. Μάλλον, "Ιt's the economy,stupid", όπως είχε πει κάποτε ο Μπιλ Κλίντον, ή καλύτερα, «είναι οι οικονομολόγοι αστείοι και ανόητοι» ή απολογητές ενός οικονομικού συστήματος, που, πουλώντας την επιστημοσύνη και την ψυχή τους, όπως ο Φάουστ στο Διάβολο, καλούνται να το υπηρετήσουν, με το αζημίωτο, φυσικά.
Σ’ αυτό θα συμφωνούσε ακόμη και ο δημιουργός του θεσμού των Νόμπελ, ο Άλφρεντ Νόμπελ, ο οποίος, στη διαθήκη του, πρότεινε βραβεία μόνο για τις επιστήμες της χημείας, της φυσικής, της ιατρικής, της λογοτεχνίας και της ειρήνης, γιατί όπως υποστηρίζουν οι κληρονόμοι του, δεν θεωρούσε ο Νόμπελ την Οικονομική καθαρή επιστήμη και άξια να βραβεύεται με μία υψηλού κύρους διάκριση. Την άποψη αυτήν τη συμμερίζονται και άλλοι, κυρίως οι εκπρόσωποι της φυσικής και της χημείας. Κάποιοι μάλιστα φτάνουν στο σημείο να ζητήσουν την κατάργηση του βραβείου, ανάμεσά τους και ένας μακρινός εγγονός του Νόμπελ, ο Πίτερ Νόμπελ, δικηγόρος ασχολούμενος με θέματα ανθρώπινων δικαιωμάτων, ο οποίος θεωρεί ότι η οικονομική, ως κοινωνική επιστήμη, εμπεριέχει πολιτικές σκοπιμότητες και άρα, δεν έχει το ανάλογο κύρος.
Δεν φαίνεται να έχει και τόσο άδικο ο εγγονός του Νόμπελ, ούτε είναι τυχαίο ότι μέχρι και στις αρχές της δεκαετίας του 60 ο συνήθης όρος, ακόμη και μέσα στις αίθουσες των πανεπιστημίων, ήταν «Πολιτική Οικονομία» και όχι «Οικονομική Επιστήμη». Ετσι, όποιος έχει σχετικές γνώσεις γύρω από την πολιτική και την οικονομία, παρακολουθώντας μια συζήτηση καθηγητών του κλάδου των Οικονομικών «Επιστημών» ή καλύτερα της Πολιτικής Οικονομίας, μπορεί πολύ εύκολα, από την επιχειρηματολογία, να δει τι συμφέροντα συγκεκριμένων κλάδων της οικονομίας και συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων υπηρετεί ο καθένας.
Το Νόμπελ οικονομίας το θέσπισε η Κεντρική Τράπεζα της Σουηδίας(Sveriges Riksbank), το 1968, γιορτάζοντας τα 70 χρόνια από το θάνατο του Αλφρεντ Νόμπελ. Η Βασιλική Ακαδημία της Σουηδίας, απλώς, απονέμει τον τίτλο σε μια πανηγυρική γιορτή.
Κάθε χρόνο λοιπόν, στον έβδομο όροφο του κτηρίου της Κεντρικής Τράπεζας της Σουηδίας, συνεδριάζει μια επιτροπή από τραπεζίτες και «με άκρως επιστημονικά και αντικειμενικά κριτήρια»(ούτε θεοί να ήταν, αφού ακόμη και ο Γιαχβέ δεν απέφυγε τον πειρασμό να πάρει το μέρος του περιούσιου λαού του), αποφασίζει για το ποιος «εκλεκτός τους» θα βραβευτεί με το Νόμπελ Οικονομίας, για να γίνει στις αίθουσες των πανεπιστημίων, για ένα διάστημα τουλάχιστον, ο σταρ της οικονομίας, μέχρι να έρθει ο επόμενος που θα τον αποκαθηλώσει βγάζοντας τις θεωρίες του ανόητες. «Εάν», όπως είπε ο τελευταίος μεγάλος στοχαστής της Ευρώπης, ο Νορμπέρτο Μπόμπιο «ρίξουμε μια ματιά στις θεωρίες των κοινωνικών επιστημών των τελευταίων 50 ετών, θα δούμε ότι οι περισσότερες έχουν πεταχτεί στα σκουπίδια ως ανοησίες» και δεν έχει άδικο.
Αν ρίξει κάποιος μια ματιά στα Νόμπελ Οικονομίας, σε πολλά θα διαπιστώσει πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες (στήριξης συγκεκριμένων οικονομικών πολιτικών). Ενώ από το 1969 (αρχή του θεσμού) και μέχρι το 1973 βλέπουμε να κυριαρχούν οι νεοκεϋνσιανοί οικονομολόγοι, το 1974 απονέμεται το Βραβείο στον πιο ακραίο νεοφιλελεύθερο οικονομολόγο τον Φ. φον Χάγιεκ στη συνέχεια και μέχρι σήμερα σε τρεις από τη λεγόμενη Σχολή των Νεοφιλελεύθερων-Μονεταριστών του Σικάγου με τον Μίλτον Φρίντμαν και σε μια σειρά από ψυχολόγους και συμπεριφοριστές, με τελευταίο τον Ρίτσαρντ Θέϊλερ και με θεωρίες που δεν μπορούν να έχουν οικουμενική ισχύ. Σύμφωνα με τον Θεϊλερ «οι επιλογές των ανθρώπων σε ζητήματα οικονομικής φύσεως δεν είναι πάντοτε λογικές, τονίζοντας ότι η παράλογη συμπεριφορά των ατόμων μπορεί να έχει οικονομικές επιπτώσεις, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η κοινωνία (σε περίπτωση που υπάρχει η ελευθερία της επιλογής) θα πρέπει να προσπαθήσει να οδηγήσει τα άτομα προς τη σωστή κατεύθυνση». Το πράγμα θυμίζει λίγο Οργουελ και άλλωστε, όπως αποδείχτηκε και με τη θεωρία «Ιεράρχησης(Πυραμίδας) των Ανθρωπίνων Αναγκών του Αβραάμ Μάσλοου, άλλη ιεράρχηση θα κάνει ένας προτεστάντης, άλλη ένας Ορθόδοξος ή ένας Βουδιστής και άλλη ένας Ευρωπαίος, ασιάτης ή αφρικανός αντιστοίχως. Ο Θέϊλερ έκανε κάποια πειράματα σε φοιτητές του και η πείρα απέδειξε ότι σε θέματα ανθρωπίνων συμπεριφορών δεν μπορείς να κάνει επαγωγικούς συλλογισμούς με παγκόσμια εφαρμογή. Αυτό το είχε καταλάβει και ο Μάσλοου, ο οποίος στο τέλος της ζωής του απαρνήθηκε ο ίδιος τη θεωρία του.
Στο πλαίσιο των πολιτικών σκοπιμοτήτων, η επιτροπή του Νόμπελ Οικονομίας έδωσε βραβεία και σε οικονομολόγους που δεν βρισκόταν ιδεολογικά στο νεοφιλελεύθερο χώρο, όπως π.χ το 2001 στον Τζόζεφ Στίγκλιτς, ο οποίος όμως, όταν προτάθηκε, ήταν αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας και επικεφαλής οικονομολόγος της Επιτροπής Οικονομικών Συμβούλων του προέδρου των ΗΠΑ, του Μπιλ Κλίντον.
(Φωτό:Κεντρική Τράπεζα της Οικονομίας)
Ο Αμερικανός κωμικός Ντάνι Κέι(Danny Kaye) είχε πει κάποτε, «οι οικονομολόγοι είναι οι μοναδικοί επιστήμονες στη γη, που κάθε χρόνο και για την ίδια... ερώτηση, έχουν μια διαφορετική απάντηση, η οποία όμως είναι σωστή»!!!!!
Μπορεί τα λόγια αυτά του διάσημου κωμικού να φαίνονται, για κάποιους αστεία και για κάποιους άλλους παράλογα, δεν είναι όμως ούτε το ένα ούτε το άλλο. Οποιος έχει παρακολουθήσει με προσοχή συζητήσεις, όχι απλών οικονομολόγων, αλλά καθηγητών πανεπιστημίων, ακόμη και βραβευμένων με το Νόμπελ οικονομίας, θα διαπιστώσει, ότι τα λόγια αυτά δεν είναι διόλου αστεία, ούτε παράλογα. Μάλλον, "Ιt's the economy,stupid", όπως είχε πει κάποτε ο Μπιλ Κλίντον, ή καλύτερα, «είναι οι οικονομολόγοι αστείοι και ανόητοι» ή απολογητές ενός οικονομικού συστήματος, που, πουλώντας την επιστημοσύνη και την ψυχή τους, όπως ο Φάουστ στο Διάβολο, καλούνται να το υπηρετήσουν, με το αζημίωτο, φυσικά.
Σ’ αυτό θα συμφωνούσε ακόμη και ο δημιουργός του θεσμού των Νόμπελ, ο Άλφρεντ Νόμπελ, ο οποίος, στη διαθήκη του, πρότεινε βραβεία μόνο για τις επιστήμες της χημείας, της φυσικής, της ιατρικής, της λογοτεχνίας και της ειρήνης, γιατί όπως υποστηρίζουν οι κληρονόμοι του, δεν θεωρούσε ο Νόμπελ την Οικονομική καθαρή επιστήμη και άξια να βραβεύεται με μία υψηλού κύρους διάκριση. Την άποψη αυτήν τη συμμερίζονται και άλλοι, κυρίως οι εκπρόσωποι της φυσικής και της χημείας. Κάποιοι μάλιστα φτάνουν στο σημείο να ζητήσουν την κατάργηση του βραβείου, ανάμεσά τους και ένας μακρινός εγγονός του Νόμπελ, ο Πίτερ Νόμπελ, δικηγόρος ασχολούμενος με θέματα ανθρώπινων δικαιωμάτων, ο οποίος θεωρεί ότι η οικονομική, ως κοινωνική επιστήμη, εμπεριέχει πολιτικές σκοπιμότητες και άρα, δεν έχει το ανάλογο κύρος.
Δεν φαίνεται να έχει και τόσο άδικο ο εγγονός του Νόμπελ, ούτε είναι τυχαίο ότι μέχρι και στις αρχές της δεκαετίας του 60 ο συνήθης όρος, ακόμη και μέσα στις αίθουσες των πανεπιστημίων, ήταν «Πολιτική Οικονομία» και όχι «Οικονομική Επιστήμη». Ετσι, όποιος έχει σχετικές γνώσεις γύρω από την πολιτική και την οικονομία, παρακολουθώντας μια συζήτηση καθηγητών του κλάδου των Οικονομικών «Επιστημών» ή καλύτερα της Πολιτικής Οικονομίας, μπορεί πολύ εύκολα, από την επιχειρηματολογία, να δει τι συμφέροντα συγκεκριμένων κλάδων της οικονομίας και συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων υπηρετεί ο καθένας.
Το Νόμπελ οικονομίας το θέσπισε η Κεντρική Τράπεζα της Σουηδίας(Sveriges Riksbank), το 1968, γιορτάζοντας τα 70 χρόνια από το θάνατο του Αλφρεντ Νόμπελ. Η Βασιλική Ακαδημία της Σουηδίας, απλώς, απονέμει τον τίτλο σε μια πανηγυρική γιορτή.
Κάθε χρόνο λοιπόν, στον έβδομο όροφο του κτηρίου της Κεντρικής Τράπεζας της Σουηδίας, συνεδριάζει μια επιτροπή από τραπεζίτες και «με άκρως επιστημονικά και αντικειμενικά κριτήρια»(ούτε θεοί να ήταν, αφού ακόμη και ο Γιαχβέ δεν απέφυγε τον πειρασμό να πάρει το μέρος του περιούσιου λαού του), αποφασίζει για το ποιος «εκλεκτός τους» θα βραβευτεί με το Νόμπελ Οικονομίας, για να γίνει στις αίθουσες των πανεπιστημίων, για ένα διάστημα τουλάχιστον, ο σταρ της οικονομίας, μέχρι να έρθει ο επόμενος που θα τον αποκαθηλώσει βγάζοντας τις θεωρίες του ανόητες. «Εάν», όπως είπε ο τελευταίος μεγάλος στοχαστής της Ευρώπης, ο Νορμπέρτο Μπόμπιο «ρίξουμε μια ματιά στις θεωρίες των κοινωνικών επιστημών των τελευταίων 50 ετών, θα δούμε ότι οι περισσότερες έχουν πεταχτεί στα σκουπίδια ως ανοησίες» και δεν έχει άδικο.
Αν ρίξει κάποιος μια ματιά στα Νόμπελ Οικονομίας, σε πολλά θα διαπιστώσει πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες (στήριξης συγκεκριμένων οικονομικών πολιτικών). Ενώ από το 1969 (αρχή του θεσμού) και μέχρι το 1973 βλέπουμε να κυριαρχούν οι νεοκεϋνσιανοί οικονομολόγοι, το 1974 απονέμεται το Βραβείο στον πιο ακραίο νεοφιλελεύθερο οικονομολόγο τον Φ. φον Χάγιεκ στη συνέχεια και μέχρι σήμερα σε τρεις από τη λεγόμενη Σχολή των Νεοφιλελεύθερων-Μονεταριστών του Σικάγου με τον Μίλτον Φρίντμαν και σε μια σειρά από ψυχολόγους και συμπεριφοριστές, με τελευταίο τον Ρίτσαρντ Θέϊλερ και με θεωρίες που δεν μπορούν να έχουν οικουμενική ισχύ. Σύμφωνα με τον Θεϊλερ «οι επιλογές των ανθρώπων σε ζητήματα οικονομικής φύσεως δεν είναι πάντοτε λογικές, τονίζοντας ότι η παράλογη συμπεριφορά των ατόμων μπορεί να έχει οικονομικές επιπτώσεις, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η κοινωνία (σε περίπτωση που υπάρχει η ελευθερία της επιλογής) θα πρέπει να προσπαθήσει να οδηγήσει τα άτομα προς τη σωστή κατεύθυνση». Το πράγμα θυμίζει λίγο Οργουελ και άλλωστε, όπως αποδείχτηκε και με τη θεωρία «Ιεράρχησης(Πυραμίδας) των Ανθρωπίνων Αναγκών του Αβραάμ Μάσλοου, άλλη ιεράρχηση θα κάνει ένας προτεστάντης, άλλη ένας Ορθόδοξος ή ένας Βουδιστής και άλλη ένας Ευρωπαίος, ασιάτης ή αφρικανός αντιστοίχως. Ο Θέϊλερ έκανε κάποια πειράματα σε φοιτητές του και η πείρα απέδειξε ότι σε θέματα ανθρωπίνων συμπεριφορών δεν μπορείς να κάνει επαγωγικούς συλλογισμούς με παγκόσμια εφαρμογή. Αυτό το είχε καταλάβει και ο Μάσλοου, ο οποίος στο τέλος της ζωής του απαρνήθηκε ο ίδιος τη θεωρία του.
Στο πλαίσιο των πολιτικών σκοπιμοτήτων, η επιτροπή του Νόμπελ Οικονομίας έδωσε βραβεία και σε οικονομολόγους που δεν βρισκόταν ιδεολογικά στο νεοφιλελεύθερο χώρο, όπως π.χ το 2001 στον Τζόζεφ Στίγκλιτς, ο οποίος όμως, όταν προτάθηκε, ήταν αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας και επικεφαλής οικονομολόγος της Επιτροπής Οικονομικών Συμβούλων του προέδρου των ΗΠΑ, του Μπιλ Κλίντον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου